- αρχηγεύω
- είμαι αρχηγός ή αναπληρώνω τον αρχηγό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αρχηγεύω — 1. είμαι αρχηγός 2. αναπληρώνω τον αρχηγό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχηγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
αρχηγός — ο (θηλ. αρχηγίνα, η) (AM ἀρχηγός, όν) 1. ηγεμόνας, κυβερνήτης 2. ο επικεφαλής μιας ομάδας 3. (με αφηρημένες έννοιες) «αρχηγός μίσους» ή «αρχηγός στη φασαρία» αυτός που πρωτοστατεί σε κάτι ή που έχει κάτι σε μεγάλο βαθμό αρχ. 1. ως επίθ. ο αρχικός … Dictionary of Greek
κεφαλαρχώ — κεφαλαρχῶ, έω (Μ) είμαι επικεφαλής μιας ομάδας, αρχηγεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + αρχῶ (< αρχος < ἄρχος «αρχηγός» < ἄρχω «είμαι αρχηγός»] … Dictionary of Greek
προΐστημι — ΝΜΑ [ἵστημι] μέσ. προΐσταμαι είμαι επικεφαλής, αρχηγεύω (α. «προΐσταται στις ανασκαφές» β. «οὗτοι γὰρ μάλιστα προειστήκεισαν τῆς μεταβολῆς», Θουκ.) νεοελλ. α) (η μτχ. αρσ. και θηλ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ο προϊστάμενος, η προϊσταμένη ο επικεφαλής,… … Dictionary of Greek